- θαλπωρῆς
- θαλπωρήwarmingfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek